πλακωμάρα

πλακωμάρα
η
δυσφορία, στενοχώρια: Μου ήρθε μια πλακωμάρα στο στομάχι και ζαλίστηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλακωμάρα — η, Ν αίσθημα δυσφορίας στο στομάχι ή στο στήθος, πλάκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα, φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”